- ἀποστάσης
- ἀποστά̱σης , ἀφίστημιput awayaor part act fem gen sg (attic epic ionic)ἀπόστασιςcausing to revoltfem nom/voc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
τηλέμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της απόστασης ενός σημείου μη προσιτού απευθείας από τον τόπο της παρατήρησης. Τα τ. χρησιμοποιούνται γενικά για μετρήσεις αποστάσεων αρκετών χιλιομέτρων και σε ιδιαίτερες περιπτώσεις για μικρές αποστάσεις. Η αρχή επί της… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
εκκεντρότητα — (Αστρον.). Το μέτρο της επιμήκυνσης μιας ελλειπτικής τροχιάς. Ορίζεται ως το πηλίκο της απόστασης από το κέντρο της έλλειψης μέχρι τη μία εστία διά του μήκους του μεγάλου ημιάξονα ή ως ο λόγος της απόστασης μεταξύ των δύο εστιών της τροχιάς προς… … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κηφείδες — (Αστρον.). Αστέρες που ανήκουν στην κατηγορία των μεταβλητών βραχείας περιόδου. Η λαμπρότητά τους μεταβάλλεται κανονικά από το μέγιστο προς το ελάχιστο, ενώ ο χρόνος της περιόδου τους κυμαίνεται από λίγες ώρες έως λίγες ημέρες. Οι Κ. παρουσιάζουν … Dictionary of Greek
ανεμοπορία — Ονομάζεται έτσι η τεχνική της πτήσης με ανεμόπτερο και η σχετική με αυτήν οργάνωση. Αν εξαιρεθεί η απουσία του κινητήρα πρόωσης, η πτήση ενός ανεμόπτερου διέπεται από τους ίδιους νόμους της αεροδυναμικής οι οποίοι ρυθμίζουν την πτήση όλων των… … Dictionary of Greek
Χαμπλ, Έντγουιν Πάουελ — (Hubble, Μάρσφιλντ, Μισούρι 1889 – Σαν Μαρίνο, Καλιφόρνια 1953). Αμερικανός αστρονόμος. Σπούδασε νομικά αλλά μετά το ενδιαφέρον του στράφηκε στην αστρονομία και εργάστηκε στο αστεροσκοπείο Γιερκς από το 1914 έως το 1917. Κατά τη διάρκεια του A’… … Dictionary of Greek